- ὁρμητικῶν
- ὁρμητικόςimpetuousfem gen plὁρμητικόςimpetuousmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπνοια — η, ΝΜΑ [σύμπνους] 1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῑς καθ ἡμᾱς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.) 2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» με απόλυτη… … Dictionary of Greek
χαραδρεών — ῶνος, ὁ, Α τόπος τού οποίου η εδαφική συνέχεια διακόπτεται από τη ροή πολλών ορμητικών χειμάρρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα εών (πρβλ. καλαμ εών)] … Dictionary of Greek
Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… … Dictionary of Greek
Πίτεελφ — Ποταμός της Σουηδίας. Έχει μήκος 370 χλμ. περίπου, έκταση λεκάνης 11.200 τ. χλμ. και διασχίζει τις βόρειες περιοχές της χώρας. Πηγάζει από τα Σκανδιναβικά όρη κοντά στα σύνορα με τη Νορβηγία. Στην πορεία του σχηματίζονται πολλά τμήματα ορμητικών… … Dictionary of Greek